- ωτιοφόρος
- -ον, Α(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὠτιοφόροι δὲ, οἱ τὰ ὦτα συντεθλασμένοι, οἷον ὠτοκαταξίδεςἦσαν δ' οὗτοι ἀπὸ παλαίστρας».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτίον + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠτιοφόροι — ὠτιοφόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)